εὔχαλκος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
εὔχαλκον, wrought of fine brass or well-wrought in brass (or pointed with brass), στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.
German (Pape)
[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
εὔχαλκος: изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью (στεφάνη, ἀξίνη Hom.; κράνος, ὅπλα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.
English (Autenrieth)
of fine bronze, well mounted with bronze, Il. 20.322.
Greek Monolingual
εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.
Greek Monotonic
εὔχαλκος: -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, καλά επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-χαλκος, ον
wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.