θεατρισμός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ὁ, theatrical exhibition, Vett.Val.18.1 (pl.), cf. Thom.Mag.p.283R.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Schaustellung, Thom. M.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρισμός: -οῦ, ὁ, θεατρικὴ ἔκθεσις, ἐπίδειξις, Θωμ. Μ. 730.
Greek Monolingual
ο (AM θεατρισμός) θεατρίζομαι
νεοελλ.
1. η παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, η συχνή φοίτηση στο θέατρο
2. δημόσια γελοιοποίηση, εμπαιγμός
μσν.-αρχ.
θεατρική επίδειξη.