θεριεύω

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

θεριό
1. γίνομαι άγριος σαν θηρίο
2. ανακτώ δυνάμεις ή αποκτώ δυνάμεις που δεν είχα ή εντείνω τις δυνάμεις μου («ο στρατός θέριεψε όταν άρχισε η επίθεση»)
3. (για φυτά) φουντώνω, γίνομαι πυκνός («θέριεψε ο πλάτανος»)
4. αυξάνομαι πολύ, αναπτύσσομαι πολύ («θέριεψε η επιχείρηση»)
5. (για θάλασσα, ποταμό ή αέρα) γίνομαι ορμητικός και βίαιος («θέριεψε το πέλαγο»)
6. παροιμ. α) «θέριεψε κι η αλεπού και ρίχτηκε στις κότες» — για πονηρούς και δόλιους που προσποιούνται οργή
β) «που δεν φάει θεριό δεν θεριεύει» — αν κάποιος δεν εκμεταλλευτεί πλούσιο ή δεν καρπωθεί ξένη περιουσία δεν πλουτίζει.