θερμότητα
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
Greek Monolingual
η (ΑΜ θερμότης) θερμός
η κατάσταση θέρμανσης ενός σώματος, η αίσθηση που προκαλεί ένα θερμό σώμα
νεοελλ.
1. καύσωνας, ζέστη
2. μορφή ενέργειας που οφείλεται στην αύξηση της κινητικότητας τών στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης, μεταδίδεται με ακτινοβολία ή με μεταφορά από το ένα σώμα στο άλλο, γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις και είναι ικανή να προκαλέσει την άνοδο της θερμοκρασίας, τη διαστολή, την πήξη, την εξάτμιση ή την αποσύνθεση τών σωμάτων
3. φυσ. κλάδος της φυσικής που έχει ως αντικείμενο τα θερμικά φαινόμενα
4. φρ. α) φυσ. «ειδική θερμότητα» — η ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται για τη μετατροπή κατά ένα κέλβιν της θερμοκρασίας μιας μονάδας μάζας ενός υλικού
β) γεωλ. «γηγενής θερμότητα» — η παρατηρούμενη μεγάλη θερμοκρασία στο εσωτερικό της γης
γ) βιολ. «ζωική θερμότητα» — θερμότητα η οποία παράγεται από έναν ζωντανό οργανισμό κατά τη διάρκεια διαφόρων λειτουργιών
νεοελλ.-μσν.
θέρμη, εγκαρδιότητα
(μσν. θερμοκρασία
αρχ.
ένταση αισθήματος, οξύτητα, πάθος.