καθέκτης
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
καθέκτου, ὁ, trap-door, Gp.14.6.6.
German (Pape)
[Seite 1283] ὁ, die Fallthür am Taubenschlage, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
καθέκτης: -ου, ὁ, (κατέχω) θύρα καταρρακτή, καταπακτή, «κλαβανή», Γεωπ. 14. 6, 6.
Greek Monolingual
ο (Μ καθέκτης)
1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή
2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από τη βροχή ή τα κύματα όσους ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν, κν. κουβούσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-έχω με τη σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ευέκτης, καχέκτης). Με τη σημασία 2 η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. les panneaux d' ecoutille) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].