καθαριότητα

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) καθάριος
1. η ιδιότητα του καθάριου, η πάστρα
2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» — για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός
αρχ.
1. διαύγειακαθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.)
2. σαφήνεια στη γλώσσα
3. ηθική ακεραιότητα, ευσυνειδησία
4. κομψότητα, λεπτότητα, εξευγενισμός
5. απλότητα, λιτότητακαθαρειότης τῆς διαίτης», Πλούτ.)
6. ιατρ. (για το χέρι του γιατρού) επιδεξιότητα.