κακοείμων

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοείμων Medium diacritics: κακοείμων Low diacritics: κακοείμων Capitals: ΚΑΚΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: kakoeímōn Transliteration B: kakoeimōn Transliteration C: kakoeimon Beta Code: kakoei/mwn

English (LSJ)

κακοείμον, gen. ονος, ill-clad, πτωχοί Od.18.41, cf. Ps.Luc. Philopatr.21, Hsch. s.v. λιναγερτουμένη.

German (Pape)

[Seite 1300] ονος, schlecht bekleidet, πτωχός Od. 18, 41.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
mal vêtu.
Étymologie: κακός, εἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοείμων -ον, gen. -ονος [κακός, εἷμα] slecht gekleed, sjofel:. πτωχοὶ κακοείμονες sjofele bedelaars Od. 18.41.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοείμων: 2, gen. ονος плохо одетый (πτωχοί Hom.).

English (Autenrieth)

ονος (ϝεῖμα): ill-clad, Od. 18.41.

Greek Monolingual

κακοείμων, -ον (Α)
ρακένδυτος, κακοντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβροείμων, πολυείμων].

Greek Monotonic

κᾰκοείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), ρακένδυτος, κουρελής, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοείμων: ος, γεν. ονος, κακῶς ἐνδεδυμένος, ῥακενδύτης, πτωχοὺς κακοείμανος Ὀδ. Σ. 41.

Middle Liddell

κᾰκο-είμων, ονος, εἷμα
ill-clad, Od.