κακόπους
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ὁ, ἡ, κακόπουν, τό, gen. ποδος, with bad feet, ἵππος X.Mem.3.3.4, Eq.1.2; εὔπτερα μέν, κακόποδα δέ Arist.HA487b26.
German (Pape)
[Seite 1302] ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
qui a de vilains pieds ou des pieds faibles.
Étymologie: κακός, πούς.
Greek Monolingual
κακόπους, ό, ή, ουδ. κακόπουν (Α)
αυτός που έχει αδύνατα ή άσχημα πόδια («κακόπους ἱππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθόπους, στερεόπους].
Greek Monotonic
κᾰκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κακά πόδια, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόπους -πουν, gen. -ποδος [κακός, πούς] met zwakke benen of poten.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόπους: 2, gen. ποδος имеющий плохие (слабые или некрасивые) ноги (ἵππος Xen.; ὄρνις Arst.).
Middle Liddell
with bad feet, Xen.