καταδοξάζω
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A = καταδοκέω, X.An.7.7.30, D.S.32.10:—Pass., ibid.
2 form a wrong opinion, Epicur.Nat.2.9, Herc.1413.4; ὑπέρ τινος D.H.6.10.
German (Pape)
[Seite 1347] gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.
French (Bailly abrégé)
c. καταδοκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δοξάζω tot een tegengestelde conclusie komen, met acc. en inf.
Russian (Dvoretsky)
καταδοξάζω: питать подозрение, подозревать, предполагать (τινὰ ποιεῖν τι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδοξάζω: μέλλ. -άσω, = καταδοκέω, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 39. 2) σχηματίζω ἐσφαλμένην γνώμην περί τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτόθι 29.
Greek Monolingual
καταδοξάζω (Α)
1. καταδοκώ
2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)].
Greek Monotonic
καταδοξάζω: μέλ. —άσω = καταδοκέω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσω
= katadoke/w, Xen.