καταρτώ

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

καταρτῶ, -άω (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου («τῶν ὅπλων τοῦ Ἄκρωνος ἕκαστον ἐν τάξει περιήρμοσε καὶ κατήρτησεν», Πλούτ.)
2. προσδένω, προσαρμόζωχρῆμα κατηρτησμένον», Ηρόδ.)
3. σωφρονίζω
4. παθ. καταρτῶμαι, -άομαι
επανέρχομαι στις αισθήσεις μου («πέμπτῃ πρωΐ κατήρτητο», Ιπποκρ.)
5. φρ. «κατηρτημένον λέγω» — λέγω κάτι συνετό (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτῶ «κρεμώ»].