καταφαυλίζω

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαυλίζω Medium diacritics: καταφαυλίζω Low diacritics: καταφαυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kataphaulízō Transliteration B: kataphaulizō Transliteration C: katafavlizo Beta Code: katafauli/zw

English (LSJ)

depreciate, Plu.Alex.28.

French (Bailly abrégé)

rendre mauvais ou méprisable, déprécier.
Étymologie: κατά, φαυλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φαυλίζω verachten.

German (Pape)

geringschätzen, verachten, Plut. Alex. 28.

Russian (Dvoretsky)

καταφαυλίζω: представлять в дурном свете или презирать (τι Plut.).

Greek Monolingual

καταφαυλίζω (Α)
χαρακτηρίζω κάτι ως ευτελές, ασήμαντο, καταφρονώ, μιλώ περιφρονητικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαυλίζω «θεωρώ κάτι ευτελές, υποτιμώ].

Greek Monotonic

καταφαυλίζω: μέλ. -σω, καταφρονώ, περιφρονώ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαυλίζω: φαῦλον εὐτελές, ποταπὸν λέγω τι, καταφρονῶ, ὑποτιμῶ, καταφαυλίζων μου τὸ δεῖπνον Πλουτ. Ἀλέξ. 28, Εὐμάθ. 445.

Middle Liddell

fut. σω
to depreciate, Plut.