κοσκινομαντεία

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η (Α κοσκινομαντεία)
η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη του κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να κινείται ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. νεκρομαντεία, ραβδομαντεία.

German (Pape)

ἡ, = κοσκινομαντική ?