κωπηλάτης
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) rower, Plb.34.3.8, LXX Ez.27.8, PSI4.289.18 (iii A.D.); κωπηλάτης πολύπους = nautilus, Clearch.47.
German (Pape)
[Seite 1546] ὁ, der das Ruder, od. mit dem Ruder das Schiff in Bewegung setzt, der Ruderer; Pol. 34, 3, 8; Plut. u. a. Sp. – Von einem Seethier, Clearch. bei Ath. VII, 317 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur.
Étymologie: κώπη, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
κωπηλάτης: ου (ᾰ) ὁ гребец Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ κωπηλατῶν, Πολύβ. 34. 3, 8· κ. πολύπους, ὁ ναυτίλος, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 317Β.
Greek Monolingual
ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης)
αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.)
νεοελλ.
στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες
ομοταξία χιτωνοζώων
αρχ.
φρ. («κωπηλάτης πολύπους» — είδος πολύποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξηλάτης, ιχνηλάτης. Το -η-λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
κωπηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), κωπηλάτης, σε Πολύβ.
Middle Liddell
κωπηλᾰ́της, ου, ὁ, ἐλαύνω
a rower, Polyb.
Translations
rower
Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר, מְשׁוֹטָאי; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi