λιποπάτωρ

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποπάτωρ Medium diacritics: λιποπάτωρ Low diacritics: λιποπάτωρ Capitals: ΛΙΠΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: lipopátōr Transliteration B: lipopatōr Transliteration C: lipopator Beta Code: lipopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, deserter of one's father, E.Or.1305.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui abandonne son père.
Étymologie: λείπω, πατήρ.

German (Pape)

ορος, den Vater verlassend, Eur. Or. 1305.

Russian (Dvoretsky)

λῐποπάτωρ: ορος (ᾰ) adj. покинувший (своего) отца (sc. Ἑλένη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐποπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλιπὼν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Εὐρ. Ὀρ. 1305.

Greek Monolingual

λιποπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πάτωρ (< πατήρ, -τρός), πρβλ. φιλοπάτωρ.

Greek Monotonic

λῐποπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), αυτός που εγκαταλείπει τον πατέρα του, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐπο-πᾰ́τωρ, ορος, πατήρ
deserter of one's father, Eur.