λύσσημα

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύσσημα Medium diacritics: λύσσημα Low diacritics: λύσσημα Capitals: ΛΥΣΣΗΜΑ
Transliteration A: lýssēma Transliteration B: lyssēma Transliteration C: lyssima Beta Code: lu/sshma

English (LSJ)

-ατος, τό, fit of madness: in plural, λυσσήματα = ravings, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν E.Or.270.

German (Pape)

[Seite 73] τό, das Gewüte, Rasen, εἴ μ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασι Eur. Or. 270.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
transport de rage.
Étymologie: λυσσάω.

Russian (Dvoretsky)

λύσσημα: ατος τό припадок ярости, неистовство Eur.

Greek (Liddell-Scott)

λύσσημα: τό, παροξυσμὸς ἢ προσβολὴ μανίας· ἐν τῷ πληθ. μανιώδεις κινήσεις, ὁρμαί, εἴ μ’ ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν Εὐρ. Ὀρ. 270.

Greek Monolingual

λύσσημα, τὸ (Α) λυσσώ (I)
1. προσβολή από μανία, παραφροσύνη
2. στον πληθ. τὰ λυσσήματα
μανιώδεις κινήσεις, μανιακές ορμές.

Greek Monotonic

λύσσημα: -ατος, τό, παροξυσμός, εξαγρίωση, μάνητα· στον πληθ., μανιώδεις κινήσεις, ορμές, εξαλλοσύνες, σε Ευρ.

Middle Liddell

λύσσημα, ατος, εος, from λυσσάω
a fit of madness: in plural ravings, Eur.