μετάδοση
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
Greek Monolingual
η (ΑM μετάδοσις) μεταδίδω
1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.)
2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα»)
3. η μόλυνση ατόμου από νόσημα το οποίο έχει προσβάλλει άλλο άτομο («μετάδοση της ηπατίτιδας»)
νεοελλ.
1. εκκλ. α) το να μεταλαβαίνει κάποιος, το να κοινωνεί, η μετάληψη τών αχράντων μυστηρίων
β) το σώμα και το αίμα του Χριστού που δίνεται για μετάληψη («η αγία μετάδοση» — η θεία κοινωνία)
2. τεχνολ. η μεταβίβαση του κινητήριου έργου από ένα όργανο σε άλλο ή από μια μηχανή σε άλλη, μεταβίβαση που γίνεται είτε με εύκαμπτους ευλύγιστους συνδέσμους είτε με απευθείας έλεγχο
(επικοιν.) η μεταβίβαση
4. φρ. α) «μετάδοση δεδομένων»
(πληροφ.) μετάδοση πληροφοριών ψηφιακής μορφής μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων μέσω τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων
β) «δεν έχω κρασί ούτε για μετάδοση» — δεν έχω ούτε σταγόνα κρασί
αρχ.
1. ανταλλαγή εμπορευμάτων
2. συνεισφορά, έρανος
3. κοινοποίηση, επίδοση εγγράφου
4. μεταδοτική νόσος, μόλυσμα, μίασμα
5. υπόθεση προς συζήτηση.