μυάκανθος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ,
A myacanth, κεντρομυρσίνη (butcher's broom, Ruscus aculeatus), Thphr.HP6.5.1, Orph. Fr.49.61.
II = ἀσπάραγος πετραῖος, Dsc.2.125:—Adj. μυακάνθινος, η, ον, Gal.11.841, Orib.3.4.1.
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, Mäusedorn, wilder Spargel, auch μυάκανθα, ἡ, u. μυάκανθον, τό, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
asperge épineuse, plante.
Étymologie: μῦς, ἄκανθα.
Greek (Liddell-Scott)
μυάκανθος: ὁ, φυτόν τι, ἄγριος ἀσπάραγος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 1· ὡσαύτως μυάκανθα, ἡ, Νόνν. Θεοφάν. 184.
Greek Monolingual
μυάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκάκανθος, μυρτάκανθος), επειδή τα φύλλα του φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].