μυστικισμός

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ο
1. τήρηση μυστικότητας, απόλυτη εχεμύθεια
2. τάση προς καθετί το μυστηριώδες, μυστικοπάθεια
3. (φιλοσ.) φιλοσοφικό σύστημα και θρησκευτικό δόγμα κατά το οποίο ο άνθρωπος αποκτά τη γνώση του θείου και την τελειότητα με έντονη ενατένιση που φθάνει ώς την έκσταση και ενώνει έτσι τον άνθρωπο με το θείο κατά μυστηριώδη τρόπο
4. η πνευματική διάθεση να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη και τη δράση απόκρυφων υπερφυσικών δυνάμεων που διέπουν τον κόσμο και τα ανθρώπινα
5. περιληπτική ονομασία τών μεταφυσικών και θεολογικών δοξασιών που βασίζονται στην παραδοχή απόκρυφων δυνάμεων οι οποίες ενεργούν πάνω στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mystic-isme (< μυστικός + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].