μωρολογία

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρολογία Medium diacritics: μωρολογία Low diacritics: μωρολογία Capitals: ΜΩΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mōrología Transliteration B: mōrologia Transliteration C: morologia Beta Code: mwrologi/a

English (LSJ)

ἡ, silly talk, Arist.HA492b2, Ep.Eph.5.4, Plu.2.504b, S.E.M.1.174.

German (Pape)

[Seite 226] ἡ, das Einfältig-, Thörichtreden; Arist. H. A. 1, 11; N.T. u. sonst bei Sp., wie Plut. de garrul. 4; S. Emp. adv. gramm. 174.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sottise de celui qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρολόγος.

Russian (Dvoretsky)

μωρολογία: ἡ Arst., NT = μωρολόγημα.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολογία: ἡ, μωρὰ ὁμιλία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 5, Πλούτ. 2. 504Β, Κ. Δ.

English (Strong)

from a compound of μωρός and λέγω; silly talk, i.e. buffoonery: foolish talking.

English (Thayer)

μωρολογιας, ἡ (μωρολόγος), (stultiloquium, Plautus, Vulg.), foolish talking: Aristotle, h. a. 1,11; Pint. mor., p. 504b.) (Cf. Trench, N.T. Synonyms, § xxxiv.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μωρολογία) μωρολογώ
ανόητος λόγος, ανοητολογία κουταμάρα («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μωρολογία: ἡ, ανόητη ομιλία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μωρολογία, ἡ,
silly talking, NTest. [from μωρολόγος

Chinese

原文音譯:mwrolog⋯a 摩羅-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:乏味的-安置(說著)
字義溯源:妄語,無知言語;由(μωρός)*=愚拙)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 妄語(1) 弗5:4