μύτις
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A that part of molluscs which answers to the liver, Arist.HA524b15, PA681b20, Plu.2.978a.
II snout, Eust.950.2.
III = μυττίς, Hp. ap. Gal.19.123.
German (Pape)
[Seite 223] ιδος, ἡ, der innere Teil des Dintenfisches, der die Stelle der Leber vertritt; Arist. H. A. 4, 1; Plut. Sol. an. 26 (wo μύστις f. L.); nach Galen. auch τὸ ἐν τῷ σηπίας στόματι μέλαν. – Bei Hesych. auch μυττίς geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
intérieur de la seiche.
Étymologie: μύω.
Russian (Dvoretsky)
μύτις: ῐδος ἡ внутренности сепии (каракатицы) Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μύτις: -ιδος, ἡ, τὸ μέρος ἐκεῖνο τῶν μαλακίων ὅπερ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ ἧπαρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 19, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 12, κ. ἀλλ.· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ μύστις ἐν Πλουτ. 2. 978Α. 2) - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύτις· ἰχθὺς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται. καὶ ὁ ἐν[ν]εός, καὶ ὁ μὴ λαλῶν. καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος». 3) = μύτη, ῥίς, ῥύγχος, Ἀνώνυμος Ἰατρ. ἐν Emerin’s Anecdota Medica Graeca 265, Εὐστ. 440, 26., 950, 2, Λεξικ. Sched. 688.
Greek Monolingual
μύτις, ἡ (ΑΜ)
μύτη, ρύγχος
αρχ.
1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ
2. μυττίς
3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις
ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται
καὶ ὁ ἐν[ν]εός
καὶ ὁ μὴ λαλῶν
καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «ενεός, άφωνος» συνδέεται πιθ. με τον τ. μυττός, με ίδια σημ. Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. με σημ. «ο πρός τά αφροδίσια εκλελυμένος», ενώ με σημ. «είδος ψαριού» συνδέεται πιθ. με τον τ. μυττίς
τὸ μέλαν τῆς σηπίας ὅπερ ἐν τῷ στόματι ἔχουσα ἐκκρίνει (εκφραστικός ο διπλασιασμός ττ) καθώς και με μύτις, -ιδος (ἡ), που δηλώνει το ήπαρ ορισμένων κεφαλοπόδων, καθώς και το μελάνι της σουπιάς. Για τον τ. μύτις με σημ. «μύτη, ρύγχος» βλ. λ. μύτη.
Translations
snout
Arabic: خَطْم; Armenian: մռութ, դունչ, կնճիթ; Asturian: focicu; Bashkir: морон; Basque: mutur; Belarusian: морда, мыса, рыла; Bikol Central: ngudoy; Bulgarian: муцуна, рило; Catalan: musell, morro; Chinese Mandarin: 口吻; Czech: čumák, rypák; Danish: tryne, snude; Dutch: snuit; Esperanto: muzelo; Estonian: koon, kärss; Finnish: kuono, turpa, kärsä; French: museau, groin; Galician: fociño, morro; Georgian: დინგი; German: Schnauze, Hundeschnauze, Rüssel, Schweinerüssel; Greek: ρύγχος; Ancient Greek: μυκτήρ, μύτις, ὀρυχή, ῥυγχίον, ῥύγχος; Hebrew: חוטם; Hungarian: pofa; Icelandic: trýni, snjáldur; Indonesian: jungur, moncong; Ingrian: morda; Italian: grugno; Japanese: 鼻面; Khmer: ច្រមុះ; Korean: 코, 주둥이; Lithuanian: snukis; Low German: Snuut; Macedonian: муцка; Maori: ihu; Mongolian: хошуу; Norwegian: tryne; Bokmål: snute; Nynorsk: snute; Occitan: morre; Persian: پوزه, نس; Polish: ryj; Portuguese: focinho; Romanian: bot, rât; Russian: морда, рыло; Scottish Gaelic: sròn; Serbo-Croatian Cyrillic: њушка; Roman: njuška; Slovak: ňufák, rypák; Slovene: gobec; Spanish: hocico; Swedish: tryne, nos; Tajik: фӯк; Tarifit: azenɣur; Telugu: ముట్టె; Tetum: inur; Thai: พวย; Ukrainian: морда, писок, храпа, рило; Uzbek: angor; Vietnamese: mõm; Volapük: snud, probodül, svinaprobodül; Welsh: trwyn; Yiddish: פּיסק, שנויץ; Zulu: impumulo