νηκηδής

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκηδής Medium diacritics: νηκηδής Low diacritics: νηκηδής Capitals: ΝΗΚΗΔΗΣ
Transliteration A: nēkēdḗs Transliteration B: nēkēdēs Transliteration C: nikidis Beta Code: nhkhdh/s

English (LSJ)

νηκηδές, careless, f.l. in Epic. ap. Pl.Smp. 197c.

German (Pape)

ές, sorgenlos, Conj. Dindorfs in den Versen bei Plat. Symp. 197c.

Russian (Dvoretsky)

νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v.l. ἐνὶ κήδει).

Greek (Liddell-Scott)

νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.

Greek Monolingual

νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. ακηδής].