Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξινίζω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

ξινός
1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί»)
2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα της αλλοίωσης που υφίσταμαι, αποσυντίθεμαι («ξίνισε το γάλα»)
3. (σχετικά με εδώδιμα) διατηρώ κάτι τοποθετώντας το μέσα στο ξίδι
4. μτφ. (για πρόσ.) δυσαρεστούμαι για κάτι, μού κακοφαίνεταιμόλις του ανακοίνωσα την απόφασή μου, ξίνισε κάπως»)
5. φρ. α) «ξινίζω τα μούτρα μου» — κάνω μορφασμό που εκφράζει δυσαρέσκεια
β) «τά ξινίζω με κάποιον» — ψυχραίνομαι με κάποιον.