παρασιτέω

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτέω Medium diacritics: παρασιτέω Low diacritics: παρασιτέω Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΕΩ
Transliteration A: parasitéō Transliteration B: parasiteō Transliteration C: parasiteo Beta Code: parasite/w

English (LSJ)

A board and lodge with, τινι Pl.La. 179b.
2 play the parasite, ἀφ' οὗ παρασιτῶ from the time I became a parasite, Alex. 195, cf. Axionic.6.1, Diph.63, Luc.Par.4; π. τινί Alex.201.1; τινα Phld. Herc.223; ἀλλοτρίων π. ἀγαθῶν Socr.Ep.1.4.
II to be honoured with a seat at the public table, Plu.Sol.24; prop. of the priests named παράσιτοι (v. παράσιτος II.1), π. ἐν τῷ Δηλίῳ Lexap.Ath.6.234f.

German (Pape)

[Seite 498] daneben, dabei essen, mit oder bei Einem essen, τινί, ἡμῖν τὰ μειράκια παρασιτεῖ, Plat. Lach. 179 c; παρεσίτει τῇ Φρύνῃ Γρυλλίων, Ath. XIII, 591 d; Solon bei Plut. Sol. 2; Ath. VI, 234 f. Bes. ein Parasit sein, als Schmarotzer, Schmeichler oder Possenreißer bei Einem freien Tisch haben, öfter bei Ath. aus comic.; Luc. Paras. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

παρασιτῶ :
1 manger auprès de ou chez, particul. manger à la table commune;
2 manger d'ordinaire à la table de qqn, faire métier de parasite : τινι être le parasite de qqn.
Étymologie: παράσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτέω [παράσιτος] eten bij, met dat.; aan de publieke tafel mee-eten; parasiteren.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτέω:
1 вместе есть, быть сотрапезником (τινι Plat.);
2 принимать участие в общественной трапезе Plut.;
3 быть нахлебником или прихлебателем, параситом (τινι Plut., Luc.).

Greek Monotonic

παρασῑτέω: μέλ. -ήσω, λειτουργώ ως παράσιτος ή κόλακας, σε Λουκ.
II. τιμώμαι με μια θέση στο δημόσιο τραπέζι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτέω: τρώγω καὶ κατοικῶ παρά τινι, μετὰ δοτ., καὶ ἡμῖν τὰ μειράκια παρασιτεῖ Πλάτ. Λάχ. 179C. 2) ἄγω βίον παρασίτου, ἀφ’ οὖ παρασιτῶ, ἀφ’ ὅτου ἔγινα παράσιτος, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, πρβλ. Ἀξιόνικον ἐν «Χαλκιδικῷ» 1, Δίφιλον ἐν «Παρασίτῳ» 4, Λουκ. Παράσ. 4, Ἄλεξιν ἐν «Πυραύνῳ» 1· π. ἀλλοτρίων ἀγαθῶν, ὀρέγομαι …, Ἐπιστ. Σωκρ. 1· - ἐν τῷ παθ., Εὐστ. Πονημ. 310. 11. ΙΙ. ἀπολαύω τῆς τιμῆς νὰ ἔχω ἰδιαιτέραν ἕδραν τῇ δημοσίᾳ τραπέζῃ, Πλουτ. Σόλων 24· κυρίως ἐπὶ τῶν ἱερέων, ὅσοι ἐκαλοῦντο παράσιτοι (ἴδε παράσιτος ΙΙ), π. ἐν τῷ Δηλίῳ παρ’ Ἀθην. 234F.

Middle Liddell

fut. ήσω [from παράσῑτος]
I. to play the parasite or toad-eater, Luc.
II. to be honoured with a seat at the public table, Plut.