πρανής
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
πρανές, Ion. πρηνής (also in Arist.Mete.350a11, Spir.484b29, Fr.106, J.AJ18.3.1, 19.8.2, Plu.2.680a, Tim.11, Gal.UP2.2, 7.22, PMag.Par.1.194, etc.), gen. έος, Att. contr. οῦς:—of posture,
A with the face downwards, lying on the front, falling forwards,opp. ὕπτιος, πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων Il.11.179; ἐκ δίφροιο… ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα 6.43, cf. 2.418, 4.544, Hes.Sc.365; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.21.118; mostly with Verbs of falling, πρηνὴς κάππεσε, ἤριπε, ἐλιάσθη, 16.413, 5.58, 15.543; πρηνέα… τανύσσας [Ἕκτορα] 23.25; κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον headlong down, 2.414; π. γενόμενος Act.Ap.1.18 (fort. = πρησθείς becoming distended); ἐπὶ τὸ πρηνὲς ῥέπειν incline towards pronation, Hp.Fract. 1; ἐς τὸ π. Id.Mochl.8; of the arm and hand, with the palm downwards, v.l. in Fract.2; opp. ὕπτιος, Arist.Spir. l.c., Plu.Tim.11; of ἀστράγαλοι, ὀρθοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς Id.2.680a, cf. Poll.7.204; of seeds, hollow side downwards, Thphr. HP 2.6.1; of a ship, bottom upwards, implied in Plu.Tim.l.c.
II of parts of animals or man, that part which is uppermost and visible when the animal or man is in the πρανής position (the normal one for a quadruped), the back part, τὰ τετράποδα… ἐν τοῖς ὑπτίοις οὐκ ἔ χει τὰς τρίχας, ἀλλ' ἐν τοῖς πρανέσι μᾶλλον· οἱ δ' ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῖς ὑπτίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν Arist.PA658a17, cf. HA498b20, 519a21, 540a2, GA717b30.
2 of leaves and of the hand, the back or 'wrong' side, τὰς ἶνας καὶ τὰς φλέβας ἐν τοῖς π. ἔχουσιν ὥσπερ ἡ χείρ Thphr. HP1.10.2 (misunderstood as the opposite by Plin.HN16.88), cf. 3.14.2.
III of the sides of hills, πρὸς ἄναντες καὶ κατὰ πρανοῦς καὶ πλάγια ἐλαύνειν down hill, X.Eq.3.7, cf. An.1.5.8, 4.8.28, Plu.Sull.18; κατὰ τὰ π. X.Eq.8.6; τὸ π., opp. τὸ ὄρθιον, ibid., cf. Cyr.2.2.24.
2 convex, Arist.Mete.350a11.
German (Pape)
[Seite 693] ές, dor. u. att. statt πρηνής.
French (Bailly abrégé)
dor. et att. c. πρηνής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρανής -ές, Ion. en koinè πρηνής [~ πρό?] voorover:; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς hij lag languit voorover op de grond Il. 21.118; ἐπὶ τὸ π. ῥέπειν voorover hellen Hp. Fract. 1; overdr.. πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον voordat ik Priamus' paleis volledig in elkaar heb laten storten Il. 2.414. van heuvels en bergen steil omlaag:. κατὰ πρανοῦς γηλόφου steil heuvelaf Xen. An. 1.5.8.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱνής: атт. = πρηνής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που είναι προς τα εμπρός ή προς τα κάτω κεκλιμένος, κατηφορικός, κατωφερής
2. (το ουδ. εν. και πληθ.) το πρανές και τα πρανή
(γεωγρ·) η κλιτύς, η πλαγιά λόφου ή όρους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. στρ. η ομαλή πέρα από την τάφρο κατωφέρεια που συνδέει την κορυφή του αντικρημνού της τάφρου με το εμπρόσθιο φυσικό έδαφος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόποδες υψώματος ή υπώρειες που έχουν ομαλή κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πρηνής.
Greek Monotonic
πρᾱνής: Δωρ. και Αττ. αντί πρηνής.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱνής: πρᾱνίζω, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ πρηνής, πρηνίζω.
Frisk Etymological English
See also: s. πρηνής.
Frisk Etymology German
πρανής: {pranḗs}
See also: s. πρηνής.
Page 2,588