προαποκτείνω
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
kill beforehand, J.AJ20.2.2, Luc.Cat.8, D.C.54.9, etc.; ἡ ἕκτη π. proves fatal earlier, Gal.9.820.
German (Pape)
[Seite 708] (s. κτείνω), vorher tödten, Luc. Catapl. 8.
French (Bailly abrégé)
tuer d'abord.
Étymologie: πρό, ἀποκτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποκτείνω eerder doden.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποκτείνω: убивать раньше (τινά Luc.).
Greek Monolingual
ΜΑ
φονεύω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποκτείνω «φονεύω»].
Greek Monotonic
προαποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω, φονεύω από πριν, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προαποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω ἐκ τῶν προτέρων, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 8, Δίων Κ. 54. 9, κτλ.
Middle Liddell
fut. κτενῶ
to kill beforehand, Luc.