προσχηματισμός
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ὁ, outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.
Russian (Dvoretsky)
προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).
Greek (Liddell-Scott)
προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, ὅ-δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.