πυδαρίζω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
(πυδαλίζω Suid.), dance the fling, ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν App.Prov.4.25: hence ἀποπυδαρίζειν μόθωνα kick up (i.e. dance) a μόθων, Ar.Eq.697: διαπῡδᾰρίζει (-πονδ- cod.),= διαναβάλλεται, διαναρρίπτεται, Com.Adesp.977. (Falsely expld. as Aeol. for ποδαρίζω (from πούς) or from *πυγαρίζω (from πυγή) by Irenaeus ap. EM696.2 = Sch.Ar.l.c.): hence πυδαρισμός, ὁ = δυσχέρεια, Zonar.
German (Pape)
[Seite 814] hüpfen, tanzen, springen, vgl. ἀποπυδαρίζω. Die VLL. führen noch als Nebenform πυγαρίζω u. πυνδαλίζω an; nach dem E. M von πούς, für ποδαρίζω; die Form πυγαρίζω führt auf πυγή, springen, so daß man mit der Ferse an den Hintern schlägt, s. πυγή.
Greek (Liddell-Scott)
πῡδᾰρίζω: χοροπηδῶ κτυπῶν διὰ τῶν ποδῶν τὰ ὀπίσθιά μου (πρβλ. πυγὴ Ι. 1), ὄνον ἐπάραντα τὰ σκέλη πυδαρίζειν Παροιμιογρ.· - ὅθεν, ἀποπυδαρίζειν μόθωνα, ὀρχοῦμαι τὸν μόθωνα, Λακωνικὸν χορόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 697· διαπυδαρίζω, Κωμικ. Ἀνώμ. 118. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 696. 2, Αἰολικ. ἀντὶ ποδαρίζω (ἐκ τοῦ πούς), πρβλ. Λατιν. tripudium· ἄλλοι θεωροῦσι τὸν τύπον πυγαρίζω (ἐκ τοῦ πυγὴ) ὡς τὸν ἀληθῆ τύπον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)·
Greek Monolingual
και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α
χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω και το λιθουαν. spaudžiu «πιέζω, συνθλίβω». Η σύνδεση, τέλος, του ρ. από τους Αρχαίους με τη λ. πούς ή τη λ. πυγή οφείλεται σε παρετυμολογία].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to fling with the foot, hoof (App. Prov.), after EM = λακτίζειν, after H. = τὸ μη ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ' ἀποπηδᾶν, χαλεπαίνειν; with ἀπο- (Ar. Eq. 697), δια-(Com. Adesp.), both with υ (metr. condit?).
Other forms: πυδαλίζω Suid.
Derivatives: πυδαρισμός = δυσχέρεια (Zon.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular-expressive formation in πυδαρίζω (πυδαλίζω); further isolated. Grošelj Živa Ant. 3, 205 compares Lat. pudet (prop. strikes down, is struck down ?), Gr. σπεύδω and Lith. spáudžiu, spáusti press. Cf. W.-Hofmann s. tripudium w. lit.
Frisk Etymology German
πυδαρίζω: {pudarízō}
Forms: (-αλίζω Suid.)
Grammar: v.
Meaning: mit dem Fuß, dem Huf ausschlagen (App. Prov.), nach EM = λακτίζειν, nach H. = τὸ μὴ ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ’ ἀποπηδᾶν, χαλεπαίνειν; mit ἀπο- (Ar. Eq. 697), δια-(Kom. Adesp.), beide mit υ (metr. bedingt?); davon πυδαρισμός = δυσχέρεια (Zon.).
Etymology: Volkstümlichexpressive Bildung auf -αρίζω (-αλίζω); sonst isoliert. Grošelj Živa Ant. 3, 205 vergleicht lat. pudet (eig. schlägt nieder, ist niedergeschlagen ?), gr. σπεύδω und lit. spáudžiu, spáusti drücken, pressen. Vgl. noch W.-Hofmann s. tripudium m. Lit.
Page 2,620