σεμνόστομος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνόστομος Medium diacritics: σεμνόστομος Low diacritics: σεμνόστομος Capitals: ΣΕΜΝΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: semnóstomos Transliteration B: semnostomos Transliteration C: semnostomos Beta Code: semno/stomos

English (LSJ)

σεμνόστομον, solemnly spoken, haughty, in sarcastic sense, μῦθος A.Pr.953. Adv. Comp. σεμνοστομώτερον Tz.H.6.35.

German (Pape)

[Seite 872] vornehm redend, Aesch. Prom. 955, σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole litt. à la bouche grave.
Étymologie: σεμνός, στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνόστομος -ον [σεμνός, στόμα] hooghartig gesproken.

Russian (Dvoretsky)

σεμνόστομος: (о речи) высокомерный, горделивый (μῦθος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σεμνόστομος: -ον, σεμνοπρεπῶς λαληθείς, ἐμφαντικός, ὑπερήφανος, εἰρωνικῶς, μῦθος Αἰσχύλ. Πρ. 953· - ἐπίρρ. συγκρ. -ώτερον, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 35.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με ειρων. σημ.) αυτός που λέγεται με πομπώδες ύφος, στομφώδης («σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέων ὁ μύθός ἐστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος].

Greek Monotonic

σεμνόστομος: -ον (στόμα), αυτός που ειπώθηκε σεμνοπρεπώς, με επισημότητα, με σοβαρότητα κι έμφαση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σεμνό-στομος, ον, στόμα
solemnly spoken, Aesch.

English (Woodhouse)

puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)