σταδιαῖος

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιαῖος Medium diacritics: σταδιαῖος Low diacritics: σταδιαίος Capitals: ΣΤΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stadiaîos Transliteration B: stadiaios Transliteration C: stadiaios Beta Code: stadiai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδιον) a stade long, deep, or high, σταδιαῖον βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σταδιαῖος δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν = hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.

German (Pape)

[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l'étendue (longueur, largeur, etc.) d'un stade.
Étymologie: στάδιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιαῖος -α -ον [στάδιον] alleen in. μάχη σταδιαία gevecht van man tegen man (in het gelid) Luc. 33.40.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῖον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῖον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῖος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγονιαῖος)].