σταθεροποίηση
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Greek Monolingual
η, Ν σταθεροποιώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σταθεροποιώ, η επίτευξη ή η αποκατάσταση σταθερότητας, παγίωση, εμπέδωση, εδραίωση
2. (οικον.) η διατήρηση οικονομικών μεγεθών σε ορισμένο επιθυμητό επίπεδο, η αποκατάσταση οικονομικής ισορροπίας με τη λήψη ανάλογων μέτρων νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής («η σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας δεν επιτεύχθηκε ακόμη»)
3. (ραδιοηλ.) διατήρηση σε ελεγχόμενη σταθερή τιμή ενός φυσικού μεγέθους σε συσκευή ή σε κύκλωμα
4. (πυρην. τεχνολ.) η απομάκρυνση τών ασταθών προσμίξεων που περιέχει μια ακάθαρτη εκρηκτική ύλη και η προσθήκη ενός σταθεροποιητή
5. (φαρμ.) κατεργασία η οποία αποβλέπει στην καταστροφή τών διαλυτών ενζύμων τών νωπών φυτών ώστε να ανασταλεί η δράση τους κατά τη διάρκεια της αποξήρανσης
6. χημ. ειδική κατεργασία μιας χημικής ένωσης η οποία αποβλέπει στον περιορισμό της πιθανότητας διάσπασης της με την ενίσχυση της σταθερότητάς της
7. (χημ.-μεταλργ.) μεταλλουργική κατεργασία, κυρίως θερμική, που εφαρμόζεται προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη από ένα μέταλλο μιας δομής η οποία να το καθιστά εύθραυστο ή ευαίσθητο στη διάβρωση
8. (χημ.-τεχνολ.) (στην πετροχημεία) ο διαχωρισμός του βουτανίου και άλλων εξαιρετικά ελαφρών συστατικών μιας βενζίνης με την μέθοδο της κλασματικής απόσταξης
9. φρ. α) «σταθεροποίηση του νομίσματος»
(οικον.) η διατήρηση σταθερής της αξίας της νομισματικής μονάδας μιας χώρας, τόσο της εσωτερικής, δηλαδή της σχέσης τιμών και εισοδημάτων, όσο και της εξωτερικής, δηλαδή έναντι τών ξένων νομισμάτων
β) «σταθεροποίηση μετώπου»
στρ. η κατάσταση, κατά την οποία η αμυντική στάση σε επαφή με τον εχθρό παρατείνεται για ορισμένη χρονική περίοδο σε ολόκληρο το θέατρο τών επιχειρήσεων ή σε ένα τμήμα του.