συγκαταίρω

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταίρω Medium diacritics: συγκαταίρω Low diacritics: συγκαταίρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: synkataírō Transliteration B: synkatairō Transliteration C: sygkatairo Beta Code: sugkatai/rw

English (LSJ)

come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.

German (Pape)

[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταίρω: (о кораблях) вместе причаливать, одновременно прибывать, приплывать (πρὸς τὸ στρατόπεδον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.

Greek Monolingual

Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].

Greek Monotonic

συγκαταίρω: προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to come to land together, Plut.