συνδιάγω

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιάγω Medium diacritics: συνδιάγω Low diacritics: συνδιάγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΩ
Transliteration A: syndiágō Transliteration B: syndiagō Transliteration C: syndiago Beta Code: sundia/gw

English (LSJ)

[ᾰ], go through together, τὴν ἡμέραν Hsch.: abs. (sc. τὸν βίον), live together, Arist.Rh.1381a30; σ. τινί Id.EN1166a7, Dsc. Prooemia 4; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1157b22; ἐπιθυμίαις ἀνόμοις σ. Plu.2.993c.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. ἄγω), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben συνδιημερεύω, rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.

French (Bailly abrégé)

s.e. τὸν βίον;
passer sa vie avec ; fig. σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.
Étymologie: σύν, διάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιάγω: (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить (τινί и μετά τινος Arst.): σ. ἐπιθυμίαις Plut. следовать своим влечениям.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάγω: [ᾰ], διάγω ὁμοῦ, διέρχομαι ὁμοῦ, «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος αὐτόθι 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.

Greek Monolingual

Α διάγω
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. περνώ τη ζωή μου με κάποιον.

Greek Monotonic

συνδιάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω, περνώ την ώρα μου μαζί με ή διέρχομαι από κοινού· απόλ. (ενν. τὸν βίον), συζώ, ζω μαζί με, συμβιώνω, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. άξω
to go through together: absol. (sc. τὸν βίον) to live together, Arist.