συνδιασκοπέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fut. -σκέψομαι J.AJ6.6.2: aor. 1 inf. -σκέψασθαι Pl. Prt.349a:—look through or examine along with, Pl.Prt. l.c., 361d:—so in pres. Med., Id.R.458b.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen; μετὰ σοῦ ἂν ἥδιστα ταῦτα συνδιασκοποίην, Plat. Prot. 361 d; u. eben so med. praes., Rep. V, 458 b Eryx. 399 e.
French (Bailly abrégé)
συνδιασκοπῶ :
examiner avec ou ensemble : τί τινι examiner qch avec qqn.
Étymologie: σύν, διασκοπέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διασκοπέω zowel act. als med. samen (met...) helemaal beschouwen of onderzoeken, met dat., met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιασκοπέω: Plat. = συνδιασκέπτομαι.
Greek Monotonic
συνδιασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, συνεξετάζω ή διερευνώ από κοινού με, τί τινι ή μετά τινος, σε Πλάτ.· ομοίως στον Μέσ. ενεστ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, συνεξετάζω, τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ τύπος συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38.
Middle Liddell
fut. -σκέψομαι
to look through or examine along with, τί τινι or μετά τινος Plat.:—so in pres. mid., Plat.