συνθύω

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθύω Medium diacritics: συνθύω Low diacritics: συνθύω Capitals: ΣΥΝΘΥΩ
Transliteration A: synthýō Transliteration B: synthyō Transliteration C: synthyo Beta Code: sunqu/w

English (LSJ)

offer sacrifice together, join in sacrifice, Is.8.15, Aeschin 3.52, Men.Pk.446; οἱ συνθύσοντες Plb.4.49.3; τινι with one, X.Oec.7.8; τῷ δάμῳ Delph.3(2).50.5 (ii B.C.); εἰ δὲ ξένους ἀστοῖσι συνθύειν χρεών strangers and countrymen together, E.El.795; μετά τινος D. 57.47.

French (Bailly abrégé)

offrir ou célébrer un sacrifice avec, τινι.
Étymologie: σύν, θύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θύω mee-offeren, samen (met...) offeren, met dat.

German (Pape)

(θύω), auch dep. med. συνθύομαι, mit, zugleich opfern; Eur. El. 795; Pol. 4.49.3 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνθύω:
1 вместе совершать жертвоприношения (τινί Xen. и μετά τινος Dem.);
2 одновременно приносить в жертву: σ. τινά τινι Eur. приносить в жертву кого-л. вместе с кем-л.

Greek Monolingual

Α [θύω (Ι)]
προσφέρω θυσία μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνθύω: μέλ. -θύσω, προσφέρω από κοινού θυσία, θυσιάζω μαζί με, σε Αισχίν.· τινί, μαζί με κάποιον, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθύω: προσφέρω θυσίαν ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ θυσιάζω, συνθυσιάζω, Ἰσαῖ. 70. 23, Αἰσχίν. 61. 2· οἱ συνθύοντες Πολύβ. 4. 49, 3· τινί, μετά τινος, Ξεν. Οἰκ. 7, 8, κτλ.· εἰ δὲ ξένους ἀστοῖσι συνθύειν χρεὼν Εὐρ. Ἠλ. 795· ὡσαύτως, μετά τινος Δημ. 1313. 26.

Middle Liddell

fut. -θύσω
to offer sacrifice together, join in sacrifice, Aeschin.; τινί with one, Eur.