συνικνέομαι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A reach quite, πρός τι Thphr. CP 2.4.4 codd. (Schneid. μὴ διικνεῖσθαι).
2 pertain to, interest, Arist.EN1101a25.
French (Bailly abrégé)
συνικνοῦμαι;
1 venir ensemble, se réunir, se rencontrer;
2 concerner, intéresser.
Étymologie: σύν, ἱκνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ικνέομαι [σύν, ἱκνέομαι] aangaan, raken, betreffen, met dat.: ἄτοπον... τὸ μηδὲν... συνικνεῖσθαι τὰ τῶν ἐκγόνων τοῖς γονεῦσιν het zou vreemd zijn wanneer de situatie van hun nakomelingen de ouders helemaal niet zou raken Aristot. EN 1100a30.
German (Pape)
(ἱκνέομαι), zusammenkommen, -treffen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
συνικνέομαι: досл. приходить вместе, сходиться, перен. касаться, затрагивать, интересовать: τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων, τῶν δ᾽ ἧττον Arst. поскольку одни обстоятельства затрагивают (нас) больше, а другие - меньше.
Greek Monotonic
συνικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην, φθάνω σε, επιδεικνύω ενδιαφέρον, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνικνέομαι: ἀποθετ., ἱκνοῦμαι, φθάνω ἐντελῶς, ἐκτείνομαι, πρός τι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4 (Schneid. διικνεῖσθαι)· παρέχω ἐνδιαφέρον, τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δ’ ἧττον, τῶν μὲν παρεχόντων περισσότερον ἐνδιαφέρον τῶν δὲ ὀλιγώτερον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 2.
Middle Liddell
fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην
to pertain to, interest, Arist.