σύγκριση

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η / σύγκρισις, -ίσεως, ΝΑ συγκρίνω
η δια τών αισθήσεων επιδίωξη του προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή του υποκειμένου στρέφεται είτε εκ περιτροπής είτε ταυτόχρονα
νεοελλ.
1. γραμμ. η δήλωση ότι η ποιότητα ή η ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο υπάρχει σε υψηλότερο βαθμό σε ένα ουσιαστικό σε σχέση με άλλο ομοειδές ή ετεροειδές ή με άλλα τα οποία λαμβάνονται ως ένα
2. φρ. «κοινωνική σύγκριση»
(ψυχολ.) η τάση τών ατόμων να συγκρίνουν τη στάση και τις ικανότητες τους με εκείνες άλλων ατόμων
αρχ.
1. η παραγωγή συγκρίματος, σχηματισμός που προκύπτει από τη συνένωση στοιχείων, σύνθεση
2. σύσταση («γεώδους ἀντεχόμενα συγκρίσεως», Διόδ.)
3. σύνθετη ουσία
4. ύλη, υλικό
5. εισφορά
6. ερμηνεία, εξήγηση
7. απόφαση
8. (η δοτ. ως επίρρ.) συγκρίσει
με παραβολή, με αντιπαραβολή
9. φρ. α) «κατὰ σύγκρισιν» — με σύγκριση, συγκριτικώς (λεξ. Σούδα)
β) «οὐδ ἔχων σύγκρισιν πρός τι» — ανώτερος συγκρίσεως, ασύγκριτα καλύτερος Αθήν..