σύγχορτος
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
σύγχορτον, with the grass joining, i.e. bordering upon, marching with, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ A.Supp.5 (anap.); Οἰνόῃ σύγχορτα.. πεδία E.Fr.179: c. gen., σύγχορτοι Ὀμόλας Id.HF371 (lyr.); Φθίας.. καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα.. πεδία, i.e. the marches or boundaries of... Id.Andr.17.
German (Pape)
[Seite 971] angränzend; χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ, Aesch. Suppl. 5; Φθίας σύγχορτα ναίω πεδία, Eur. Andr. 17, vgl. Herc. F. 371; τινί, Orph. Arg. 191.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le fourrage est le même ; limitrophe, voisin de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, χόρτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγχορτος -ον [σύν, χόρτος] aangrenzend aan, met dat., met gen.
Russian (Dvoretsky)
σύγχορτος: сопредельный, смежный, соседний: σ. τινι Aesch. или τινος Eur. соседствующий с чем-л.
Greek Monolingual
-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγχορτος].
Greek Monotonic
σύγχορτος: -ον, αυτός που μοιράζεται το ίδιο γρασίδι, δηλ. αυτός που συνορεύει, συνοριακός, γειτονικός, με γεν., σε Ευρ.· Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. μεθόρια, σύνορα Φαρσαλίας, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχορτος: -ον, ὅμορος, συνορεύων, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 5· Οἰνόῃ σύγχορτα... πεδία Εὐρ. Ἀποσπ. 179· ὡσαύτως μετὰ γενικ. σύγχορτοι Ὁμόλας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 371· Φθίας... καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. τὰ μεθόρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 17.
Middle Liddell
σύγχορτος, ον,
with the grass joining, i. e. bordering upon, c. gen., Eur.; Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία i. e. the marches or boundaries of Pharsalia, Eur.