ταλαπείριος
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ταλαπείριον, (Τλάω, πεῖρα)
A one who has suffered much, much-suffering, not in Il., ξεῖνος τ. ἐνθάδ' ἱκάνω Od.7.24, cf. 17.84; ἱκέτης τ. 6.193, 14.511; πτωχὸς τ. AP10.66 (Agath.).
2 vagrant, vagabond, Aen.Tact.10.10.
German (Pape)
[Seite 1065] der viele Versuche, Proben ausgehalten u. bestanden hat, der sich viel versucht hat, bes. von Einem, der wie Odysseus viel herumgereis't ist, ἐγὼ ξεῖνος ταλαπ. ἐνθάδ' ἱκάνω, Od. 7, 24. 17, 379, ἱκέτης, 6, 193. – Später übh. Landstreicher, Vagabund, πτωχός, Agath. 60 (X, 66), weshalb es Einige als gleichbedeutend mit τηλέπορος ansehen; vgl. ταλαίπωρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a subi beaucoup d'épreuves, qui a beaucoup souffert.
Étymologie: τλάω, πεῖρα.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰπείριος: много испытавший, многострадальный (ἱκέτης Hom.; πτωχός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰπείριος: -ον, (*τλάω. περάω, πεῖρα) ὁ πολλὰ παθών, πολλὰ ὑποστάς, διὰ πολλῶν παθημάτων διελθών, ἐν τῇ Ὀδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, ξεῖνος τ. ἐνθάδ’ ἱκάνω Η. 24, Σ. 84· ἱκέτης ταλ. Ζ. 193, Ξ. 511· - ὅθεν παρὰ τοῖς μεταγεν., ὁ πλανώμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, πλάνης, ἀλήτης, πτωχὸς ταλ. Ἀνθ. Π. 10. 66. - Πρβλ. ταλαίπωρος.
English (Autenrieth)
(τλῆναι, πεῖρα): enduring trials, much tried. (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ιδίως για τον Οδυσσέα) αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες της τύχης, πολλά παθήματα
2. αυτός που πλανιέται εδώ και εκεί, αλήτης
3. φρ. «πτωχὸς ταλαπείριος» — επαίτης, ζητιάνος (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + πεῖρα + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
τᾰλᾰπείριος: -ον (*τλάω, πεῖρα), αυτός που έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες, που έχει υποφέρει πολλά, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, περιπλανώμενος εδώ κι εκεί, αλήτης, σε Ανθ.
Middle Liddell
τᾰλᾰ-πείριος, ον, [*τλάω, πεῖρα
subject to many trials, much-suffering, of Ulysses, Od.:—hence, vagrant, vagabond, Anth.