τρίχρονος

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχρονος Medium diacritics: τρίχρονος Low diacritics: τρίχρονος Capitals: ΤΡΙΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: tríchronos Transliteration B: trichronos Transliteration C: trichronos Beta Code: tri/xronos

English (LSJ)

τρίχρονον,
A of three times:
1 in Prosody, of three short syllables, or (as an equivalent) of one short and one long, Heph.3.1, A.D.Synt.133.27: metaph. of rhythm of pulse, Ruf.Syn. Puls.4.4.
2 Medic., passing through three stages, Sor.1.46.
3 Gramm., in three tenses, Herophil. ap. Gal.17(2).480.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχρονος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν χρόνων συνιστάμενος: 1) ἐν τῇ Μουσικῇ, ὁ ἔχων τριῶν εἰδῶν χρόνον ἢ μέτρον: 2) ἐν τῇ προσῳδία, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν βραχειῶν συλλαβῶν, ἢ (ὅπερ ἰσοδύναμον) ἐκ μιᾶς βραχείας καὶ μιᾶς μακρᾶς, Γραμμ. Πρβλ. τρίσημος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρονος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χρόνους
2. μουσ. αυτός που αποτελείται από τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό
3. (στην αρχ. μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές ή από μία βραχεία και μία μακρά, ο τρίσημος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ηλικία τριών χρόνων («τρίχρονο κορίτσι»)
2. αυτός που έχει διάρκεια τριών χρόνων («τρίχρονες σπουδές»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίχρονα
η τρίτη επέτειος
αρχ.
1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται σε τρία στάδια
2. γραμμ. αυτός που διατυπώνεται σε τρεις χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χρόνος (πρβλ. δίχρονος)].

German (Pape)

dreizeitig, von drei Zeiten; in der Musikvon dreierlei Zeitmaß, Tempo; in der Metrikvon drei Kürzen oder einer Kürze und einer Länge, die für zwei Kürzen gilt; Gramm.