Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριβεύς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβεύς Medium diacritics: τριβεύς Low diacritics: τριβεύς Capitals: ΤΡΙΒΕΥΣ
Transliteration A: tribeús Transliteration B: tribeus Transliteration C: triveys Beta Code: tribeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55.
2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Glossaria; = ἀλετρίβανος, EM59.57.
II in Mechanics, a rim or flange to take the pressure of a nut, Ph.Bel.53.19; = ἐντορνία, Hero Bel.97.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβεύς: έως, ὁ, τρίβων, - τρίπτης, Στράβ. 710· = δοίδυξ, Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ τρῆμα ἐν ᾦ ὁ ἄξων τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ.

Greek Monolingual

ο / τριβέας/τριβεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται
2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη λειοτρίβηση σκληρών υλικών
φρ. α) «τριβέας ολίσθησης»
τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας
β) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρών
αρχ.
1. αυτός που τρίβει
2. γουδοχέρι
3. το περικάλυμμα της οπής κυλίνδρου ή τροχού πάνω στο οποίο τρίβεται ο κύλινδρος ενώ περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. σπορ-εύς, σπορ-έας)].

German (Pape)

ὁ,
1 der Reiber, Strab.; Erkl. von δοίδυξ, B.A. 239.
2 in der Mechanik, der Überzug in einem Loche, an dem die umdrehende Welle sich reibt, Mathem. vett.