τρισάωρος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-άωρος -ον veel te vroeg (gestorven).
German (Pape)
sehr unzeitig, sehr unreif, Theodorid. 17 (VII.527).
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάωρος: досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].
Greek Monotonic
τρισάωρος: -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.