φιλοψευδής
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
φιλοψευδές, fond of lies or fond of lying, Il. 12.164 ; παιδία Gal. Anim. Pass. 1.7 ; φ. φύσις, opp. φιλόσοφος, Pl. R. 485d ; name of a dialogue by Luc. ; τὸ φ., = φιλοψευδία (propensity to lying), Plu. 2.61d.
German (Pape)
[Seite 1288] ές, Lügen liebend, gern, gewöhnlich lügend, Il. 12, 164; Lügenfreund, Plat. Rep. VI, 485 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à mentir ; τὸ φιλοψευδές c. φιλοψευδία.
Étymologie: φίλος, ψεῦδος.
English (Autenrieth)
friend of lies, false, Il. 12.164†.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ψέμα, που του αρέσει να λέει ψέματα
αρχ.
τὸ φιλοψευδές
η φιλοψευδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. μισοψευδής].
Greek Monotonic
φῐλοψευδής: -ές, γεν. -έος, αυτός που αγαπά τα ψέματα ή να λέει ψέματα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοψευδής: любящий ложь, лживый Hom., Plat.