ψίμυθος
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
English (LSJ)
ὁ, radic. form of ψιμύθιον, IG11(2).145.9 (Delos, 301 B.C.): scanned ψῐμῠ- in AP11.374 (Maced.), 408 (Lucian.).
German (Pape)
[Seite 1400] ὁ, Bleiweiß, dessen die Alten sich bes. als Schminke bedienten; die Form ψίμιθος ist unattisch, ψύμυθος od. ψύμιθος ganz spät, u. ψίμμιθος oder ψίμμυθος von sp. D. zur Verlängerung der ersten Sylbe gebraucht, [⌣⌣⌣ bei Lucian. ep. 6 u, Macedon. 16 (XI, 374); in der Form ψιμύθιον dagegen ist υ lang.]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
blanc de céruse.
Étymologie: DELG emprunt.
Russian (Dvoretsky)
ψίμῡθος: (ῐ) ὁ Anth. = ψιμύθιον.
Greek (Liddell-Scott)
ψίμῠθος: [ῐ], ὁ, ὁ ῥιζικὸς τύπος τοῦ ψιμύθιον, ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν Ἀνθ. Παλατ. 11. 374, 408, καὶ Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 149Α. (Κατὰ τὸν Rossi ἡ λέξις εἶναι Αἰγυπτιακή, psimtath).
Greek Monolingual
και ψίμμυθος και ψίμ(μ)ιθος και ψύμιθος και ψύμυθος και ψήμυθος, ὁ, Α
το ψιμύθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ποικιλία τών γραφών με τις οποίες παραδίδεται η λ. οδηγεί στο να υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο τ., κατά μία άποψη αιγυπτιακής προέλευσης].
Greek Monotonic
ψίμῠθος: [ῐ], ὁ, ριζικός τύπος του ψιμύθιον, σε Ανθ. (πιθ. ξένη λέξη).
Middle Liddell
ψῐ́μῠθος, ὁ, [radic. form of ψιμύθιον, Anth.] [Prob. a foreign word.]
Mantoulidis Etymological
Εἶναι ριζικός τύπος τοῦ ψιμύθιον ἤ ψιμμύθιον (=τό λευκό τοῦ μολύβδου πού τό χρησιμοποιοῦσαν γιά τό πρόσωπο, φκιασίδι). Ἴσως ἡ λέξη εἶναι Αἰγυπτιακή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψιμυθίζω (=φκιασιδώνω), ψιμυθιόω -ῶ (=φκιασιδώνω), ψιμυθισμός, ψιμυθιστής.