могучий
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Russian > Greek
γεννικός, μεγαλαλκής, πολυσθενής, πρίνινος, βία, βίη, ἀδινός, σῶκος, ἀγασθενής, εὐρυβίας, εὐρυβίης, μεγαλοσθενής, ὄβριμος, κρατύς, ἰσχυρός, ἐρισθενής, ὑπερμενής, κραταιός, κρατησιβίας, δεξιόσειρος, γυιόχαλκος, εὐρύνωτος, δυνατός, δυναμικός, καρτερός, μαλερός, ἀλκήεις, ἀλκάεις, ἀλκᾶς, σθεναρός, ἴφθιμος, κρατερόφρων, αἰνοβίης