содействовать
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Russian > Greek
ὑπάρχω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεργέω, συνεργάζομαι, συνδράω, παραπράσσω, παραπράττω, παραπρήσσω, ἀρήγω, ὑπηρετέω, συναγωνίζομαι, συμμαχέω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, βοηθέω, συνάπτω