ἀδιαφθορία
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Middle Liddell
incorruption, uprightness, NTest.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de souillure (NT douteux);
NT: intégrité, incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἀδιάφθορος.
German (Pape)
ἡ, Unverdorbenheit, NT.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιαφθορία: ἡ неиспорченность NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαφθορία: ἡ, τὸ ἀδιάφθορον, ἀκεραιότης, Ἐπ. πρὸς Τίτ. β΄, 7. (ἀλλ’ ὁ Lachm. καὶ ὁ Tisch. γράφουσιν ἀφθορίαν).
English (Strong)
from a derivative of a compound of Α (as a negative particle) and a derivative of διαφθείρω; incorruptibleness, i.e. (figuratively) purity (of doctrine): uncorruptness.
English (Thayer)
(ας, ἡ (from ἀδιάφθορος incorrupt, incorruptible; and this from ἀδιαφθείρω), incorruptibility, soundness, integrity: of mind, ἐν τῇ διδασκαλία, L T Tr WH ἀφθορίαν). Not found in the classics.
Greek Monotonic
ἀδιαφθορία: ἡ, η ιδιότητα του αδέκαστου, ακεραιότητα, εντιμότητα, σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:¢diafqor⋯a 阿-笛阿-弗拖里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-經過-敗壞
字義溯源:不腐朽,純正,正直,直;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διαφθείρω)=全然敗壞)組成,而 (διαφθείρω)又由(διά)*=經過)與(φθείρω)*=毀壞)組成。註:正直;和合本原文採用 (ἀφθορία) 欽定本原文則用 (ἀφθονία / ἀφθορία / ἀδιαφθορία);兩者字義均為正直。這字僅在( 多2:7)使用一次
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 直(1) 多2:7
Translations
integrity
Albanian: ndershmëri; Arabic: أَمَانَة, نَزَاهَة; Belarusian: сумленнасць; Bengali: সত্যনিষ্ঠা; Bulgarian: интегритет, честност; Catalan: integritat; Cebuano: integridad; Chinese Mandarin: 正直; Czech: integrita, zásadovost; Finnish: rehellisyys, suoraselkäisyys, kunniallisuus; German: Integrität; Greek: ακεραιότητα; Ancient Greek: ἁγνεία, ἁγνότης, ἀδιαφθορία, ἀδωροδοκία, ἀκεραιότης, ἀνδραγαθία, ἀνεπιμιξία, ἁπλοσύνη, ἀφθαρσία, ἀφθορία, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, ἐλευθερία, εὐθύτης, εὐσυνειδησία, καθαρειότης, τὸ ἀδέκαστον; Irish: ionracas; Italian: integrità; Latin: honestas, integritas; Malay: kejujuran, integriti; Maori: ngākau tapatahi; Middle English: honeste; Polish: prawość, uczciwość; Portuguese: integridade; Romanian: integritate; Russian: честность; Serbo-Croatian Cyrillic: интегрѝте̄т, чѐстито̄ст; Roman: integrìtēt, čèstitōst; Spanish: integridad; Swahili: uadilifu; Swedish: integritet; Tagalog: integridad; Ukrainian: чесність