ἀμάθητος

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάθητος Medium diacritics: ἀμάθητος Low diacritics: αμάθητος Capitals: ΑΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: amáthētos Transliteration B: amathētos Transliteration C: amathitos Beta Code: a)ma/qhtos

English (LSJ)

ἀμάθητον, = ἀμαθής, Phryn.Com.8; ἀ. γραμμάτων Procop.Arc.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
ignorante Phryn.Com.8, γραμμάτων ἁπάντων analfabeto Procop.Arc.6.11.

German (Pape)

[Seite 114] Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάθητος: -ον, = ἀμαθής, Φρυν. Κωμ. ἐν «Κόννῳ» 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.