ἀπογυιόω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
enfeeble, unnerve, μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος Il.6.265, cf. Ath.1.10b; tire out, cj. for ἀπογυμνώση, Thphr. Char.7.4.
Spanish (DGE)
debilitar μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος Il.6.265, cf. Ath.10b.
French (Bailly abrégé)
ἀπογυιῶ :
briser les membres en parl. de l'effet du vin.
Étymologie: ἀπό, γυῖον.
German (Pape)
lähmen, entkräften, Il. 6.265.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογυιόω: лишать сил, ослаблять (τινα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογυιόω: ἐκλύω, μη μ’ ἀπογυιώσῃς, «ἀποχωλώσῃς, οἷον ἐκλύσῃς μου τὰ μέλη» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 265, πρβλ. Ἀθήν. 10Β: γράφεται καὶ ἀπογυόω, παρὰ Βυζ.
English (Autenrieth)
(γυῖον), aor. subj. ἀπογυιώσῃς: unnerve, Il. 6.265†.
Greek Monotonic
ἀπογυιόω: μέλ. -ώσω, στερώ από κάποιον τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τα μέλη του εξασθενώντάς τα, κάνω κάποιον κουτσό· μὴ μ' ἀπογυιώσῃς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
to deprive one of the use of his limbs, to enfeeble, μή μ' ἀπογυιώσηις Il.