ἀπόμισθος

From LSJ

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμισθος Medium diacritics: ἀπόμισθος Low diacritics: απόμισθος Capitals: ΑΠΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: apómisthos Transliteration B: apomisthos Transliteration C: apomisthos Beta Code: a)po/misqos

English (LSJ)

ἀπόμισθον,
A away from (i.e. without) pay, unpaid or underpaid, X.HG6.2.16; ἄθλιοι ἀ. ξένοι D.4.46; defrauded of pay, Lys. Fr.138S.
II paid off, discharged, ἀ. γίγνεται παρὰ Τιμοθέου D.23.154, cf. Aen.Tact.5.2 and 11.4; λευκή με θρὶξ ἀ. ποιεῖ Com.Adesp. 226.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de paga c. ποιέω X.HG 6.2.16, Polyaen.3.11.8, ξένοι D.4.46, cf. Lys.Fr.138S.
2 despedido ἀπόμισθος γίγνεται παρὰ Τιμοθέου D.23.154
milit., de soldados, guardias, etc. πλῆθος ... ἀπόμισθον ποιῆσαι licenciar a la mayoría Aen.Tact.11.4, cf. 5.2, SEG 26.1306.33 (Teos III a.C.)
fig. λευκή με θρὶξ ἀπόμισθον ἐντευθεν ποιεῖ en esto el pelo blanco me deja fuera de juego, Com.Adesp.226.

German (Pape)

[Seite 315] außer Sold, von Soldaten ἀπόμισθον ποιεῖν, außer Sold setzen, verabschieden, Xen. Hell. 6, 2, 9; λευκὴ θρὶξ ἀπόμισθον ἐντεῦθεν ποιεῖ p. bei Plut. an seni. 10; ἀπόμ. γίγνομαι παρά τινος, ich werde von Einem verabschiedet, Dem. 4, 46; vgl. Harpocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non payé, mal payé;
2 déchargé de tout paiement.
Étymologie: ἀπό, μισθός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμισθος:
1 не получивший жалования Lys., Xen., Dem.;
2 получивший расчет, уволенный Plut.; ἀ. γίγνεται παρά τινος Dem. его увольняет кто-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμισθος: -ον, ὁ ἄνευ μισθοῦ, ὁ ἄμισθος, ὁ κακῶς μισθοδοτούμενος (πρβλ. ἀπότιμος). Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16. ὅταν γὰρ ἡγῆται μὲν ὁ στρατηγὸς ἀθλίων ἀπομίσθων ξένων..., τὶ καὶ χρὴ προσδοκᾶν; (Δημ. 53. 16), ἔνθα ὁ σχολ. σημειοῦται: «ἀπόμισθοι, οἱ μὴ πεπληρωμένοι τὸν ὡμολογημένον μισθόν, καὶ οἱ διὰ δειλίαν καὶ κακίαν μὴ ἀξιούμενοι μισθοῦ· ἐνταῦθα δὲ οἱ μὴ δεχόμενοι μισθόν»· «ὁ μισθῷ ἔργον τι διαπραξάμενος καὶ ἄμισθος ἀφειμένος» Ἀρποκρ. ΙΙ. ὁ λαβὼν τέλειον τὸν μισθὸν αὐτοῦ καὶ ἀπολυθείς, ἀπ. γίγνεται παρὰ Τιμοθέου Δημ. 671. 1· λευκὴ με θρὶξ ἀπ. ποιεῖ, Κωμ. Ἀνώνυμ. 301.

Greek Monolingual

ἀπόμισθος, -ον (Α)
1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος
2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν
3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του.

Greek Monotonic

ἀπόμισθος: -ον, I. αυτός που δεν λαμβάνει μισθό, ο άμισθος, απλήρωτος, κακοπληρωμένος, σε Ξεν., Δημ.
II. αυτός που λαμβάνει πλήρως τον μισθό του δηλ. εξοφλείται, και κατόπιν απολύεται.

Middle Liddell

I. away from (i. e. without) pay, unpaid, ill-paid, Xen., Dem.
II. paid off, Dem.

English (Woodhouse)

paid off, without pay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)