ἀχλύω

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχλύω Medium diacritics: ἀχλύω Low diacritics: αχλύω Capitals: ΑΧΛΥΩ
Transliteration A: achlýō Transliteration B: achlyō Transliteration C: achlyo Beta Code: a)xlu/w

English (LSJ)

aor. 1 ἤχλῡσα,
A to be or grow dark, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς (sc. νεφέλης) Od.12.406; ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963.
II trans., darken, Q.S.1.598, Nonn. D. 4.368, Pancrat.Oxy. 1085.12.

Spanish (DGE)

1 intr. oscurecerse ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς Od.12.406, 14.304, ἠέρος ἀχλύσαντος Call.Fr.319, ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963, ἀστεροπὴ δ' ἤχλυσε Nonn.D.1.303.
2 tr. oscurecer, envolver de oscuridad κονίη ὡ[ς ν] έφ[ος] ἱσταμένη φ[άος ἤ] χλυεν ἠελίοιο Pancrat.2.12, cf. Q.S.11.248, Corp.Herm.Fr.24.14, ἤχλυσε μεμυκότος ὄμματος αἴγλην Nonn.D.4.380, cf. Q.S.1.598.

German (Pape)

[Seite 418] 1) dunkel werden, πόντος ὑπὸ νεφέλης, Od. 12, 406. 14, 304; μήνη ἤχλυσε Crinag. 38 (VII, 633). – 2) verdunkeln, ὄμματα Ap. Rh. 3, 962 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 1, 598; aor. pass., ἠχλύνθη γαῖα 2, 550.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἤχλυσα;
devenir sombre, s'obscurcir.
Étymologie: ἀχλύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀχλύω: темнеть, туманиться (ἤχλυσε πόντος Hom.; ἤχλυσε ἀντέλλουσα μήνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχλύω: (πρβλ. ἐπ-), ἀόρ. α΄ ἤχλυσα: - εἶμαι ἤ γίνομαι ἀχλυώδης, σκοτεινός, Ὀδ. Μ. 406., Ξ. 304. ΙΙ. μεταβ., ποιῶ τι σκοτεινόν, ζοφῶδες, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 963, Κόϊντ. Σμ. 1. 598· ἐντεῦθεν παθ. ἀόρ., ἠχλύνθην Κόϊντ. Σμ. 2. 550.

English (Autenrieth)

only aor., ἤχλῦσε, grew dark, Od. 12.406. (Od.)

Greek Monolingual

ἀχλύω (Α), ἀχλυῶ (-όω) (Μ)
σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι
αρχ.
γίνομαι σκοτεινός.

Greek Monotonic

ἀχλύω: αόρ. αʹ ἤχλῡσα, είμαι ή γίνομαι σκοτεινός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀχλύς
to be or grow dark, Od.